Μετά την υιοθέτηση του νέου νόμου για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας (ΣΣΕ) άρχισε ήδη να ενεργοποιείται ως κινούμενη άμμος στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων η «Ειδική Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας» (ΕΕΣΣΕ).
Σύμφωνα με το νόμο η νέου τύπου ΣΣΕ σκοπεύει στη δημιουργία και διατήρηση θέσεων εργασίας, καθώς και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων. Κύριο γνώρισμά της είναι ότι οι ρυθμίσεις της θα μπορούν να αποκλίνουν επί τα χείρω από τις (επεκταθείσες ή μη) κλαδικές ΣΣΕ. Ακόμη είναι δυνατόν οι μισθοί να αποκλίνουν από την αντίστοιχη κλαδική ΣΣΕ μέχρι το όριο της Εθνικής Γενικής ΣΣΕ και να ρυθμίζονται ο αριθμός των θέσεων εργασίας, η μερική απασχόληση, η εκ περιτροπής εργασία, η διαθεσιμότητα, η διάρκεια εφαρμογής, καθώς και όροι για τη διαδικασία επανόδου στην κανονική εφαρμογή των κλαδικών ΣΣΕ. Ακόμη, οι ΕΕΣΣΕ μπορούν να συναφθούν - κατόπιν γνωμοδότησης του Συμβούλιου Κοινωνικού Ελέγχου της Επιθεώρησης Εργασίας- και σε επιχειρήσεις με λιγότερους από 50 εργαζόμενους, ενώ αν δεν υπάρχει επιχειρησιακό σωματείο, οι εργαζόμενοι εκπροσωπούνται από το κλαδικό σωματείο ή την ομοσπονδία.
Καθώς γύρω από το θέμα έχει αναπτυχθεί μία (παρα)φιλολογία, ας επιχειρήσουμε να διαχωρίσουμε το μύθο από την πραγματικότητα. Επιχειρησιακές ΣΣΕ υπάρχουν εδώ και 20 χρόνια (και ακόμη περισσότερα στις ΔΕΚΟ). Ωστόσο, με εξαίρεση το δημόσιο τομέα, οι επιχειρησιακές ΣΣΕ δεν διαδόθηκαν ποτέ ευρύτερα εξαιτίας κυρίως της προτίμησης των εργατικών συνδικάτων στην κλαδική μορφή ΣΣΕ.
Οι επιχειρησιακές ΣΣΕ δεν είναι καλές ή κακές: Η επίδραση τους στις εργασιακές σχέσεις και τους μισθωτούς εξαρτάται από την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ μάνατζμεντ και εργασίας σε αυτό το επίπεδο διαπραγμάτευσης. Για παράδειγμα, στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας η επιχειρησιακή ΣΣΕ χρησιμοποιήθηκε για πολλά χρόνια ως όχημα βελτίωσης των όρων αμοιβής και εργασίας του προσωπικού και μάλιστα σε μερικές περιπτώσεις οι ρυθμίσεις τους ωφέλησαν σε εντυπωσιακό βαθμό τους εργαζόμενους.
Μολαταύτα, η περίπτωση των ειδικών επιχειρησιακών ΣΣΕ είναι διαφορετική: εμφανίζονται στο προσκήνιο του εθνικού συστήματος εργασιακών σχέσεων εν μέσω των μεγάλων πιέσεων - ελεώ Μνημονίου - για την αναδιάρθρωση της αγοράς εργασίας. Το θεσμικό πλαίσιο που τις προωθεί υπογραμμίζει την αναγκαιότητα να συνυπολογίζονται στις διμερείς συζητήσεις τα δεδομένα της εκάστοτε επιχείρησης και ιδίως η ανταγωνιστικότητα, η παραγωγικότητα, η κερδοφορία κ.α., ενώ παρέχουν και μια μεγάλη ευελιξία στα αντικείμενα της διαπραγμάτευσης.
Μία πρώτη αποτίμηση των ΕΕΣΣΕ μας επιτρέπει να παρατηρήσουμε ότι:
· Οι ΕΕΣΣΕ σχεδιάστηκαν για να εφαρμόζονται σε ειδικές συνθήκες δυσχερούς οικονομικής κατάστασης των επιχειρήσεων. Το θέμα είναι κατά πόσο η επίκληση των εν λόγω ιδιαιτεροτήτων θα είναι πραγματική ή ψευδεπίγραφη, καθώς δεν έχει επιλεγεί ένα αντικειμενικό μέτρο αποτίμησης.
· Η διάδοση των ΕΕΣΣΕ δρομολογεί μια αποκέντρωση/ αποπολιτικοποίηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων που ευνοεί την επιχειρηματικότητα αλλά - καθώς αναφέρεται σε ολιγομελείς συσσωματώσεις εργαζομένων- δεν εννοεί το οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα, τουλάχιστον με τη μορφή που το γνωρίσαμε μέχρι σήμερα.
· Οι ΕΕΣΣΕ δεν είναι κατ’ εξαίρεση ρυθμίσεις, αλλά κανονικές ΣΣΕ και - καθώς επιτρέπεται η ανανέωση τους - θα μπορούσαν να παρατείνονται στο διηνεκές, ενώ η επαναφορά των προγενέστερων κλαδικών ρυθμίσεων θα παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες.
Ενταγμένες στο πλαίσιο των υποχρεώσεων που ανέλαβε η χώρα μας έναντι των πιστωτών και των εταίρων της στην Ευρωπαϊκή Ένωση οι ΕΕΣΣΕ δεν είναι παρά μια διάσταση του εγχειρήματος της «εσωτερικής υποτίμησης, ώστε να συμπιεστεί το κόστος παραγωγής (και εργασίας) και να επιδιωχθεί η παραμονή στην Ευρωζώνη. Επομένως, οι νέου τύπου ΣΣΕ υπηρετούν τον ίδιο στόχο, τον οποίο υπηρέτησαν προγενέστερες επιλογές εισοδηματικής πολιτικής (όπως η υποχρεωτική διαιτησία της δεκαετίας του 1970, οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου του 1985, το πάγωμα μισθών για το 2010 κ.λπ.): τη συγκράτηση η/ και μείωση των μισθών και ημερομισθίων. Αν συμφωνήσουμε ότι η περίοδος διαρθρωτικών μεταβολών στην ελληνική οικονομία θα είναι μακροχρόνια, τότε είναι φανερό ότι οι ειδικές επιχειρησιακές ΣΣΕ ήρθαν για να μείνουν.
* Ο Θεόδωρος Κουτρούκης είναι Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου