Των Δημήτρη Μάρδα*
και Βασίλη Πολυμένη**
Ένα σύνολο αναλυτών υποστηρίζει ότι η αναδιάρθρωση του χρέους μας είναι μονόδρομος. Βέβαια, δεν προσδιορίζει σε ποια κατηγορία του χρέους αναφέρεται το ανωτέρω, οπότε έτσι, αναγκάζεται η κυβέρνηση να διαψεύσει κάθε σχετική φήμη περί αναδιάρθρωσης. Είναι εύλογο, ότι ...
η οποιαδήποτε αναδιάρθρωση –με την έννοια της επαναγοράς σε χαμηλότερη τιμή χρέους μας– για τα 110 δις ευρώ είναι άκαιρο να συζητηθεί. Χρωστάμε όμως πολλά περισσότερα, από παλαιότερα δάνεια, τα οποία κάλλιστα μπορούμε να επαναδιαπραγματευθούμε. Στην ουσία, ήδη τα επαναδιαπραγματευόμαστε μέσω της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) εδώ και καιρό!
Η συζήτηση για την αναδιάρθρωση του χρέους ή την πτώχευση της Ελλάδας καλά κρατεί με ψευδείς ή μη ανακοινώσεις στο διεθνή τύπο, εξ’ αιτίας σειράς δηλώσεων φανταστικών ή πραγματικών, εκ μέρους αξιωματούχων του ΔΝΤ ή της ΕΕ (βλ. Spiegel, Economist). Η φημολογία περί πτώχευσης-αναδιάρθρωσης λοιπόν συνεχίζεται, παρά τις αποφάσεις της 24ης-25ης Μαρτίου και τις όποιες διαβεβαιώσεις του Ο. Ρεν περί του αντιθέτου. Σε όλη αυτήν την ένταση και τις αντικρουόμενες πληροφορίες επισημαίνονται τα ακόλουθα:
Η δανειακή σύμβαση που υπέγραψε ο κ. Παπακωνσταντίνου δεν επιτρέπει τη μονομερή αναδιάρθρωση του νέου χρέους. Το ανωτέρω προκύπτει από τον συνδυασμό των ακόλουθων Άρθρων της Σύμβασης που υπέγραψε η Ελληνική κυβέρνηση με την τρόικα. Αναλυτικότερα, η μονομερής αναδιάρθρωση καταδεικνύει κατ΄ αρχάς την αδυναμία αποπληρωμής των 110 δις ευρώ στους χρόνους που συμφωνήθηκαν. Αν υπάρχει λοιπόν αδυναμία εξόφλησης του χρέους των 110 δις ευρώ, τότε αυτό οδηγεί στην καταγγελία της εν λόγω Σύμβασης. Στην περίπτωση αυτή, το ανεξόφλητο κεφάλαιο είναι άμεσα απαιτητό μαζί με τους τόκους σύμφωνα με την παράγραφο 1 του Άρθρο 8. Επίσης, καθώς δίνεται προτεραιότητα στους δανειστές των 110 δις έναντι των άλλων (κατά την παρ. 2 του Άρθρου 4), η αδυναμία αποπληρωμής του δανείου μπορεί να ενεργοποιήσει, υπέρ των εν λόγω δανειστών, τις διατάξεις της παραγράφου 5 του Άρθρου 15, που αναφέρονται στην παραίτηση μας από κάθε ασυλία αναφορικά με τα περιουσιακά στοιχεία μας!!!
Η απουσία ρητρών άρνησης μας δίνει τη στρατηγική δυνατότητα μονομερούς επαναδιαπραγμάτευσης για το υπόλοιπο του χρέους (παλιά ομόλογα). Αυτό είναι ισχυρό πλεονέκτημα στα χέρια της Ελλάδας και όχι μειονέκτημα, καθώς δεν αντιμετωπίζουμε τις δεσμεύσεις του Μνημονίου στα εν λόγω ομόλογα.
Είναι βεβαίως προτιμητέο η Ελλάδα να επιδιώξει την οδό της συναινετικής αναδιάρθρωσης πρωτίστως. Με απλή αλλαγή του Ελληνικού νόμου που διέπει τη λειτουργία των παλαιών μας ομολόγων, μπορεί η χώρα να εξαναγκάσει τυχόν μειοψηφίες ομολογιούχων, που τυχοδιωκτικά θα αποφασίσουν να μη συμμετάσχουν στην εν λόγω διαδικασία, να δεσμευθούν από τις αποφάσεις της πλειοψηφίας. Ενδεικτικά δίνεται μια τέτοια απόφαση από το ακόλουθο παράδειγμα: Αν τα 2/3 των πιστωτών συμφωνήσουν για αναδιάρθρωση μέρους του χρέους, τότε υποχρεωτικά ακολουθεί και το 1/3. Αυτή είναι πλέον και η διεθνής πρακτική εισαγωγής ρητρών συλλογικής δράσης στα ομόλογα.
Σε αυτή την προσπάθεια μπορεί να βοηθήσει και η αγορά ελληνικού χρέους (ομολόγων) που ήδη έγινε από την ΕΚΤ για να στηριχθούν οι δευτερογενείς αγορές ομολόγων. Αυτές οι αγορές έγιναν σε τιμές με σημαντικές εκπτώσεις, τις οποίες βεβαίως η ΕΚΤ θα περάσει στην Ελλάδα, όταν η τελευταία αποφασίσει να αγοράσει τα ομόλογα της κατά τη λήξη τους ή να μπει σε μια διαδικασία αναδιάρθρωσης του εν λόγω χρέους, σε συνεννόηση με την ΕΚΤ.
Ως προς την πολυσυζητημένη πιθανή αποπομπή μας από το ευρώ εδώ επισημαίνεται το ακόλουθο: Δεν υπάρχει μηχανισμός αποπομπής κράτους μέλους της ΕΕ από το ευρώ, ως εκ τούτου η συζήτηση είναι ανούσια. Το μόνο που προβλέπεται από την Συνθήκη της Λισσαβόνας είναι η οικειοθελής αποχώρηση κράτους από την ΕΕ. Αν δε θέλουμε εμείς να φύγουμε από το ευρώ ουδείς μπορεί να μας εξαναγκάσει.
Το ερώτημα τέλος αν κινδυνεύουν οι καταθέσεις μας σε περίπτωση επαναδιαπραγμάτευσης του χρέους απαντάται ως εξής: Δεν κινδυνεύουν οι καταθέσεις από κάτι τέτοιο. Από τη στιγμή κατά την οποία οι τράπεζες έχουν σαν ελαφρύ μαξιλάρι την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και μπορούν να δανείζονται (με ή χωρίς προϋποθέσεις) οι αποταμιεύσεις δεν κινδυνεύουν. Οι τράπεζες δανείζονται από την ΕΕ είτε καταθέτοντας ελληνικά ομόλογα είτε μέσω των εκάστοτε εγγυήσεων του ελληνικού κράτους. Οι Τράπεζες της Αργεντινής δεν είχαν παρόμοιο ‘μαξιλάρι’. Υπενθυμίζεται ότι εξακολουθεί και υφίσταται η εγγύηση των καταθέσεων, έως τις 31-12-2011, που ανέρχεται σε 100.000 ευρώ ανά καταθέτη, σύμφωνα με το άρθρο 6 του Νόμου 3714 της 7/11/2008.
___________________________________________
* Ο Δ. Μάρδας είναι Αν. καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ mardas@econ.auth.gr
** Ο Β. Πολυμένης είναι Επ. καθηγητής Χρηματοοικονομικής του ΑΠΘ polymen@econ.auth.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου