Του Δημήτρη Μάρδα*
Πριν λίγους μήνες, στο πλαίσιο του διαλόγου περί πτώχευσης ή μη, έθεσα προς συζήτηση το ερώτημα κατά πόσο μια ανακοίνωση -υπό προϋποθέσεις- με σκοπό την κήρυξη πτώχευσης της χώρας στις 1/1/2010, θα μπορούσε να αποδειχθεί ευνοϊκότερη από ένα απεχθές και δίχως τέλος…>>>
Μνημόνιο, με όλα τα υποσύνολά του (π.χ. το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα 2011-15). Μια έκδηλη λοιπόν πρόθεση
της κυβέρνησης στις αρχές του 2010, για κήρυξη πτώχευσης θα οδηγούσε εκτός των άλλων, στην ταχύτατη ανάπτυξη κοινοτικών μηχανισμών στήριξης υπέρ των προς πτώχευση οικονομιών της ευρωζώνης, με σκοπό, σε τελική ανάλυση την αποφυγή αναταράξεων στο ευρώ. Πτώχευση δε σημαίνει κατ΄ ανάγκη έξοδο από το ευρώ.
Σήμερα, που ένα δεύτερο, χειρότερο για τα εθνικά μας συμφέροντα Μνημόνιο έρχεται να πάρει την θέση του πρώτου, ό,τι αβίαστα έρχεται στον νου πολύ κόσμου –όσο και αν αυτό ακούγεται ρομαντικό– είναι ο στίχος του Α. Κάλβου, « Όσοι το χάλκεον χέρι βαρύ του φόβου αισθάνονται, ζυγόν δουλείας ας έχωσι, θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία ».
Οι εγγενείς παθογένειες του ελληνικού μοντέλου ανάπτυξης και διοίκησης, καθιστά πλέον οποιοδήποτε δανεισμό, ανίκανο να εξασφαλίσει στην χώρα την απαλλαγή της από το δυσθεόρατο χρέος της, που αυξάνεται κατά 409 ευρώ περίπου ανά δευτερόλεπτο!.
Νέα δάνεια με υποθήκη την εθνική μας κυριαρχία θα έρχονται να ξεπληρώνουν απλώς τους τόκους παλαιότερων δανείων. Οπότε, την ίδια στιγμή που οι Έλληνες βουλιάζουν ολοένα και περισσότερο στον φαύλο κύκλο του χρέους, ως χώρα έχουμε καταφέρει ένα μόνο πράγμα: Nα κινδυνεύουμε να χάσουμε εκτός των άλλων, σημαντικούς πλουτοπαραγωγικούς πόρους αναξιοποίητους και μη.
Στο εκβιαστικό λοιπόν δίλλημα της περιόδου του Μαΐου 2010 «Μνημόνιο ή πτώχευση», πώς μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς ως πατριωτική απάντηση το Μνημόνιο; Το τελευταίο οδηγούσε στην παραίτησή μας από κάθε ασυλία των περιουσιακών μας στοιχείων, αν τύχαινε και δεν ξεπληρώναμε έστω και μια δόση του δανείου των 110 δις ευρώ. (Άρθρα 14 και 8 της δανειακής σύμβασης).
Από την άλλη, πώς είναι δυνατόν να μην κάνουμε κάποια σοβαρή προσπάθεια για να βάλουμε πρώτα εμείς οι ίδιοι τάξη στα του οίκου μας, αναλαμβάνοντας το κόστος των λαθών μας, αντί να καταφεύγουμε σε δανειστές που ιστορικά έχουν διαδραματίσει τον ρόλο του οικονομικοπολιτικού επιβήτορα;
Ωστόσο, εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι να εξετάσουμε τι θα σήμαινε μια πτώχευση και μάλιστα με τα σημερινά πια δεδομένα, τι θα συνεπαγόταν μια άτακτη πτώχευση της Ελλάδας για τα «ισχυρά» κράτη της Δύσης και για το ευρώ. Μήπως η πτώχευση, από τραγική ελληνική αδυναμία, θα μπορούσε να μετουσιωθεί σε χρήσιμο διαπραγματευτικό όπλο για την ελάχιστη εξασφάλιση των εθνικών μας συμφερόντων;
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν την δεινή οικονομική θέση των Η.Π.Α και διαφόρων χωρών της Ε.Ε και την διασπορά άχρηστων κρατικών ομολόγων στη διεθνή αγορά, μια άτακτη πτώχευση της χώρας μας θα σήμαινε την έναρξη μιας μοιραίας παρτίδας ντόμινο για την παγκόσμια οικονομία και το ιδίως το ευρώ.
Η διαδικασία αυτή, δυστυχώς για τις παραδοσιακά μεγάλες δυνάμεις θα έδινε στρατηγικό προβάδισμα σε αναδυόμενες οικονομικές αυτοκρατορίες, όπως π.χ στην Κίνα.
Όχι τυχαία λοιπόν ο Υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, κ. Σόιμπλε, όπως και ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ομπάμα και τόσοι άλλοι τονίζουν πια την αναγκαιότητα παροχής πρόσθετης οικονομικής υποστήριξης στην Ελλάδα. Το θέμα είναι πώς εμείς αντιλαμβανόμαστε αυτήν την οικονομική βοήθεια και τι είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε για χάρη της.
Ας καταλάβουμε λοιπόν ότι, σε καθεστώς ευρώ και παγκοσμιοποιημένης αγοράς, ένα κράτος μετατρέπεται σε αδύναμο κρίκο της αλυσίδας, μόνον όταν αυτό το επιλέξει. Διαφορετικά, αναλαμβάνει με τόλμη την πρωτοβουλία των κινήσεων και λειτουργεί σε ένα πλαίσιο διεθνούς τάξης με άλλον τρόπο. Σε τελική ανάλυση αυτό και μόνον είναι σε θέση να εγγυηθεί το μεσοπρόθεσμο συμφέρον των εταίρων μας, του ευρώ όπως και των επόμενων γενεών.
Η λύση εκποιούμε τα πάντα κατά το 2011-12 και μετά το 2013 ‘κουρεύουμε’ το χρέος μας κατά τα προβλεπόμενα στον μόνιμο ευρωπαϊκό μηχανισμός στήριξης (ΕΜS) εξυπηρετεί μόνο τις αγορές και κανέναν άλλον.
* Ο Δ. Μάρδας είναι Αν. καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου